συνεγκλίνω

συνεγκλίνω
συνεγ-κλίνω [pron. full] [ῑ], in [voice] Pass.,
A collapse completely, D.S.3.26.
II [voice] Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence [full] συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεγκλίνω — Α 1. γράφω ως εγκλιτικό 2. μέσ. συνεγκλίνομαι κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκλίνω / ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • συνεγκλιτικός — ή, όν, Α [συνεγκλίνω] εγκλιτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”